πυριτιδοποιείο

πυριτιδοποιείο
το εργαστήρι ή εργοστάσιο κατασκευής πυρίτιδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυριτιδοποιείο — το, Ν 1. εργοστάσιο κατασκευής πυρίτιδας και άλλων πολεμικών και εκρηκτικών υλών, κν. μπαρουτάδικο 2. φρ. «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο» και συντμ. «ΠΥΡΚΑΛ» ελληνική εταιρεία παραγωγής πυρομαχικών για τις ανάγκες τού ελληνικού στρατού …   Dictionary of Greek

  • καλυκοποιείο — το 1. εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται κάλυκες πυροβόλων όπλων 2. πυριτιδοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ποιείο (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιείο, φανο ποιείο] …   Dictionary of Greek

  • μπαρουτάδικο — το [μπαρούτι] εργοστάσιο παραγωγής πυρίτιδας, πυριτιδοποιείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”